- γυφτοχώρι
- το1. συνοικία γύφτων2. χωριό φτωχών και βρόμικων κατοίκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυφτοχώρι — το 1. χωριό γύφτων. 2. μτφ., χωριό φτωχό και βρόμικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)